σταράς

σταράς
ο, Ν
βλ. σιταράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σιταράς — Ορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 770 μ.), στην επαρχία Γρεβενών του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (33 τ. χλμ., 63 κάτ.). * * * και σταράς, ο, Ν έμπορος σιταριού και άλλων δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. άς… …   Dictionary of Greek

  • Ρακόφσκι, Γεώργιος-Στόικοφ — (1821 – 1867). Βούλγαρος ποιητής και δημοσιογράφος. Σπούδασε σε ελληνική σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Το 1841 ίδρυσε στην Αθήνα μυστικό σύνδεσμο για την οργάνωση απελευθερωτικής αντιτουρκικής εξέγερσης στη Βουλγαρία και στην Ελλάδα. Τον ίδιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”